Οι αποφάσεις 660,926/ 2018 της Ολομέλειας του ΣτΕ (Συμβουλίου της Επικρατείας) αποτελούν «σημείον αντιλεγόμενον» ως προς τις κρίσεις τους για το μάθημα των θρησκευτικών. Ταυτόχρονα όμως, συνιστούν και την μοναδική απόφαση (σε επίπεδο Ολομελείας τουλάχιστον) η οποία δίδει μια σαφή απάντηση ως προς την κανονιστική ισχύ του προοιμίου (άλλως προμετωπίδας του ελληνικού Συντάγματος)[1] επιλύοντας –de lega lata- αρκετές αμφισβητήσεις ,επί του θέματος, της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας[2].
Το πρώτο το οποίο πρέπει να σημειωθεί για την κρίση της νομολογίας είναι ότι η κατάφαση της κανονιστικής ισχύος του προοιμίου δεν εξαγγέλλεται πανηγυρικά, αλλά απλώς περιλαμβάνεται στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Μάλιστα, στο σημείο αυτό ουσιαστικά δεν υφίσταται διαφοροποίηση πλειοψηφίας-μειοψηφίας εφόσον αμφότερες συμφωνούν στην κανονιστική ισχύ παραπέμποντας για αντιπαραβολή και στην ίδια απόφαση. Πέραν της ταύτισης ως προς την κατάφαση της κανονιστικής ισχύος η πλειοψηφία-συγκλίνουσα συμφωνεί με την μειοψηφία στη διασύνδεση του προοιμίου με το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος και στη ratio legis. Η πλειοψηφία αναλύει τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ενώ η μειοψηφία αρκείται σε ιστορικούς λόγους με αναφορά στον ιστορικό Νομοθέτη.
Από την εκφορά εκάστης γνώμης φαίνεται η διαφωνία να εντοπίζεται στην έκταση της κανονιστικής ισχύος. Η μεν πλειοψηφία και η συγκλίνουσα γνώμη κρίνουν ότι το προοίμιο: «Εις το όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος..δεν στερείται η αναφορά αυτή κανονιστικών συνεπειών» τις οποίες δεν απαριθμούν παρά ενδεικτικά. Αντιθέτως, η μειοψηφία έκρινε ότι η προμετωπίδα έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 3 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος για την επικρατούσα θρησκεία.
Η διαφοροποίηση ως προς την έκταση της κανονιστικής ισχύος καίτοι λεπτή δεν είναι διόλου αμελητέα. Η μειοψηφία λαμβάνει θέση ως προς το εύρος της κανονιστικής ισχύος του προοιμίου. Το προοίμιο έχει περιορισμένη ισχύ (και μόνον τέτοια) και αυτή είναι αντίστοιχη του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος. Το βάρος δηλαδή πέφτει στο περιορισμένο της ισχύος και στη σύνδεση με το άρθρο3 παρ. 1 του Συντάγματος (επικρατούσα θρησκεία). Η πλειοψηφία έχει άλλη οπτική. Λαμβάνει θέση ως προς το minimum των κανονιστικών συνεπειών («δεν στερείται η αναφορά κανονιστικών συνεπειών»). Δεν καθορίζει το maximum. Είναι οι κανονιστικές συνέπειες περιορισμένες ή όχι; Και αν όχι τότε ποιες είναι αυτές; Από την αντιπαραβολή των δύο γνωμών κρίνουμε ότι εκουσίως η πλειοψηφία εκφράσθηκε μόνο ως προς το minimum των κανονιστικών συνεπειών διατηρώντας για το δικαιοπλαστικό της έργο να καθορίζει ad hoc και in concreto τις κανονιστικές συνέπειες έως το μέγιστο της κανονιστικής ισχύος του προοιμίου. Αυτή ακριβώς η ασάφεια ως προς την έκταση των κανονιστικών συνεπειών για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα και το άδηλο a priori καθορισμού των κανονιστικών συνεπειών άγει σε αμφισβήτηση αυτής της γνώμης. Η συνεπής εφαρμογή αυτής της ερμηνείας του προοιμίου το καθιστά δυνητικά συν-εφαρμόσιμο (με κριτήρια που η νομολογία θέτει) με άδηλο αριθμό άρθρων του Συντάγματος ανάγοντας τη νομολογία σε Νομοθέτη συντακτικού επιπέδου στοιχείο το οποίο δεν ήθελε ο ιστορικός συντακτικός Νομοθέτης[3]. Αυτό όμως, προκαλεί τουλάχιστον ανασφάλεια δικαίου.
Για τους λόγους αυτούς, προτιμητέα κρίνεται η άποψη της μειοψηφίας για το θέμα η οποία χαράσσει με σαφήνεια τα άκρα όρια των κανονιστικών συνεπειών του προοιμίου διασυνδέοντας το με την επικρατούσα θρησκεία του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος αφήνοντας οτιδήποτε άλλο στην αναθεωρητική λειτουργία και εν τέλει στον λαό ο οποίος μέσω της εκλογικής διαδικασίας επισφραγίζει την αναθεωρητική διαδικασία..
[1] «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»
[2] Χάριν οικονομίας οι απόψεις αυτές δεν θα αναπτυχθούν. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στις σχετικές βιβλιογραφικές πηγές: A. I. ΣΒΩΛΟΥ/Γ. Κ. ΒΛΑΧΟΥ, Σύνταγμα της Ελλάδος. Ερμηνεία – Ιστορία – Συγκριτικόν Δίκαιον, Μέρος I, Κράτος και εκκλησία – Ατομικά δικαιώματα, Τόμ. Α’, 1978, σελ. 27, Δ. ΤΣΑΤΣΟΥ, , Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμ. Β’, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, έκδ. β’, 1993, σελ. 592 επ., Γ. Καςιματης, σε: Γ. Καςιματη/Κ. Μαυρια, «Το προοίμιο του Συντάγματος», in ΕρμηΣ, (1999), σελ. 2.,Α. ΗΛΙΑΔΟΥ, «Το προοίμιο των Συνταγμάτων», ΔτΑ 2002, σ. 1041 επ, Χ.ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Η συγκρότηση του συντακτικού υποκειμένου στα συνταγματικά κείμενα της ελληνικής επανάστασης», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 98, Ιούλιος –Σεπτέμβριος 2007, σ. 43-54 και ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ/ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ/ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ/ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ(-ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ), Ερμ Συντ (2017) Προοίμιο όπου και πλούσιος κατάλογος ειδικών βιβλιογραφικών παραπομπών. Από τη ξένη βιβλιογραφία βλ. D.S.LAW,«Constitutional Archetypes», TLR t.95 2016, σ. 153.
[3] Για παράδειγμα, τυχόν συνεφαρμογή του προοιμίου με τα χρηστά ήθη του άρθρου 5 του Συντάγματος θα απαιτούσε τα χρηστά ήθη να ταυτιστούν με τη χριστιανική ηθική χωρίς όμως δυνατότητα μεταλλαγής. Αποτρέπεται έτσι όμως η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος. Για τη δυναμική ερμηνεία βλέπε Σ.ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος 2014, σ. 10 επ.